- Ἐπιταλίου
- Ἐπιτάλιονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Επιταλίου, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Ηλείας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Τριφυλλίας και Ολυμπίας. Ιδρύθηκε το 1961, κοντά στον ομώνυμο οικισμό. Αρχικά, το 1935, είχε χτιστεί η εκκλησία της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής, που αποτελεί και το καθολικό… … Dictionary of Greek
Αγουλινίτσα — Παλαιότερη ονομασία του Επιταλίου. Στην Επανάσταση, η περιοχή γνώρισε δύο σοβαρές επιθέσεις των Τούρκων. Η πρώτη έγινε στις 24 Απριλίου 1821 από τους Λαλαίους, οι οποίοι τελικά υποχώρησαν. Η δεύτερη έγινε τον Οκτώβριο του 1826 από τον Ιμπραήμ,… … Dictionary of Greek
Βώλακος, δήμος — Νέος δήμος (3.552 κάτ.) του νομού Ηλείας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγριδίου, Αλφειούσης, Ανεμοχωρίου και Επιταλίου. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Επιτάλιο … Dictionary of Greek
Κρουνοί — I Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Τοποθεσία στα ΝΔ της επικράτειας της Ήλιδας, μεταξύ του Σαμικού και του Επιταλίου. Από την ομώνυμη πηγή (κοντά στη σημερινή Aγουλινίτσα) πήγαζε ο ποταμός Χαλκίς. 2. Πόλη και λιμάνι της Κάτω Μοισίας. Αργότερα… … Dictionary of Greek